Αρχαία Ολυμπία
Η ενασχόλησή μου με αυτό το θέμα έγινε πιο συστηματική όταν ανακάλυψα ότι η πιο παλιά γνωστή τοξωτή γέφυρα στον κόσμο βρίσκεται στην Ελλάδα (θα αναφερθούμε στην συνέχεια σε αυτήν πιο αναλυτικά). Γνώριζα ότι στην αρχαία Ελλάδα δε γινόταν γενικά χρήση του τόξου, οπότε μου δημιουργήθηκε η απορία πώς συμβιβάζονται μεταξύ τους αυτά τα δυο γεγονότα. Ψάχνοντας περισσότερο τη βιβλιογραφία και συζητώντας με σχετικό κόσμο (αρχιτέκτονες, αρχαιολόγους, συντηρητές αρχαιοτήτων) συνειδητοποίησα ότι το ζήτημα είναι πολύ πιο σύνθετο από ότι νόμιζα στην αρχή και ότι επιπλέον υπάρχει ένα ιδιαίτερο πέπλο μυστηρίου γύρω από το όλο θέμα. Οπότε αποφάσισα να γράψω μερικά λόγια γύρω από αυτό το θέμα και εν καιρώ να τα συμπληρώσω με νέα δεδομένα και βιβλιογραφία.
Δοκός επί στύλων
Ο πιο παλιός τρόπος κατασκευής κτιρίων (αυτός που εξέλιξαν στον ακραίο βαθμό οι αρχαίοι Έλληνες) είναι η στήριξη οριζόντιων δοκών επάνω σε κατακόρυφους τοίχους ή κολόνες (δοκός επί στύλων). Η τοποθέτηση μιας δοκού πάνω σε δύο κολόνες έχει ένα σημαντικό μειονέκτημα, καθώς η δοκός κάτω από την πίεση του ίδιου της του βάρους υφίσταται κάμψη, κατά την οποία στο άνω κοίλο μέρος αναπτύσσονται δυνάμεις συμπίεσης (Θλίψης) ενώ στο κάτω κυρτό μέρος, δυνάμεις εφελκυσμού1 (βλ. σχήμα) .
Οι δοκοί που κατασκευάζονται από ξύλο ή ατσάλι μπορούν να αντέξουν μια αρκετά υψηλή κάμψη, γιατί παρουσιάζουν την ίδια αντίσταση στην συμπίεση και στον εφελκυσμό. Αντιθέτως, υλικά όπως η πέτρα, το τούβλο ή το κοινό τσιμέντο αντέχουν στη συμπίεση αλλά όχι στον εφελκυσμό, οπότε και αρχίζουν να παρουσιάζουν ρηγματώσεις. Το αποτέλεσμα είναι ότι στην κάτω κυρτή πλευρά της δοκού δημιουργούνται ρηγματώσεις πολύ πριν πάθει βλάβη η άνω πλευρά που υφίσταται συμπίεση. Οι αρχαίοι Έλληνες γνώριζαν καλά αυτή την αδυναμία και για να την απαλείψουν κατασκεύαζαν κτίρια με πολλές κολόνες σε μικρή σχετικά απόσταση μεταξύ τους, έτσι ώστε οι κολόνες να δέχονται κυρίως δυνάμεις συμπίεσης και να αντέχουν μεγάλα κατακόρυφα φορτία. Τελικά τα κατάφεραν αρκετά καλά, μιας και πολλά κτίρια σώζονται μέχρι σήμερα. Συνέπεια αυτού του τρόπου δόμησης είναι ότι τα κτίρια είχαν περιορισμένο εσωτερικό ελεύθερο χώρο. Το γεγονός ότι συναθροίζονταν σε υπαίθριες αγορές ίσως σχετίζεται με αυτή την έλλειψη χώρου. Άλλες κατασκευές που απαιτούσαν μεγαλύτερα ανοίγματα μεταξύ των υποστυλωμάτων, όπως οι γέφυρες, δεν είχαν την τύχη των υπόλοιπων κατασκευών, καθώς από τις ελάχιστες πέτρινες γέφυρες που σώζονται μέχρι σήμερα καμία δεν είναι σε καλή κατάσταση (ήταν χτισμένες με την μέθοδο της δοκού επί στύλων)2.
Εκφορικό τόξο
Η πιο απλή και αρχαιότερη μορφή τόξου ή εκφορικού συστήματος (Corbel arch). Η κατασκευή του γίνεται από πέτρες, οι οποίες τοποθετούνται οριζόντια σε στρώσεις η μια πάνω στην άλλη αλλά με τρόπο τέτοιον ώστε η τελευταία πέτρα κάθε στρώσης να προεξέχει λίγο σε σχέση με την αντίστοιχη της χαμηλότερης, δημιουργώντας το άνοιγμα του τόξου. Το εκφορικό τόξο δεν μετατρέπει όλες τις τάσεις εφελκυσμού σε συμπιεστικές όπως κάνουν τα πιο εξελιγμένα τόξα γι αυτο ονομάζεται και ψευδοτόξο. Με πιο αυστηρά κριτήρια ταξινόμησης, μπορεί κάποιος να μην το συμπεριλάβει στα τόξα, αλλά αδιαμφισβήτητα ακόμα και τότε αυτό δε παύει να αποτελεί τον πλέον κοντινό του πρόγονο. Επειδή ο τρόπος κατασκευής του είναι πολύ απλός, είναι συχνά δύσκολο να κατηγοριοποιήσουμε μια κατασκευή ως προς αυτό το στοιχείο. Το τελικό σχήμα των κατασκευών με εκφορικά τόξα δεν ειναι απαραίτητα καμπύλο, μπορεί να είναι τριγωνικό ή κωνικό, όπως πχ η γέφυρα Ελεύθερνας. Το εκφορικό σύστημα έχει χρησιμοποιηθεί από πολλούς πολιτισμούς, συμπεριλαμβανομένων του Μυκηναϊκού και του Μινωικού.
Κυκλικό τόξο
Στο κυκλικό τόξο οι λίθοι τοποθετούνται σε ημικύκλιο. Για την κατασκευή του απαιτείται πρώτα η δημιουργία μιας ημικυκλικής σκαλωσιάς όπου θα στηριχθούν οι λίθοι σχηματίζοντας ημικυκλικό τόξο. Ο τελευταίος λίθος που τοποθετείται στο κέντρο της κατασκευής λέγεται κλείδα. Η κλείδα παίζει σημαντικό ρόλο, εφόσον συγκρατεί ολόκληρη την κατασκευή η οποία διαφορετικά δε μπορεί να σταθεί και αν δεν εφαρμόζει ακριβώς τότε το τόξο κινδυνεύει να καταρρεύσει. Το κυκλικό τόξο μετατρέπει το σύνολο των δυνάμεων εφελκυσμού σε συμπιεστικές γεγονός που το καθιστά πολύ πιο στιβαρό. Το κυκλικό τόξο το χρησιμοποίησε και εξέλιξε σε μεγάλο βαθμό ο ρωμαϊκός πολιτισμός. Παλαιότερες χρήσεις συναντούμε και σε άλλους πολιτισμούς όπως ο Αιγυπτιακός, ο Βαβυλωνιακός, ο Ελληνικός.
Γοτθικό τόξο.
Οι δυσκολίες κατασκευής του κυκλικού τόξου καθώς και η ανάγκη για μεγαλύτερα ανοίγματα στους καθεδρικούς ναούς οδήγησε τους Ευρωπαίους κατασκευαστές του 12ου αιώνα στην ανακάλυψη του Γοτθικού τόξου το οποίο βασίζεται στην παραμόρφωση του κυκλικού τόξου σε σχήμα ψηλότερο και στενότερο. Αποτελείται από δύο σκέλη που μοιάζουν περισσότερο με τμήματα ελλείψεων. To γοτθικό τόξο αναλύεται περαιτέρω σε περισσότερες κατηγορίες ανάλογα με την μορφή των δυο σκελών του. Χρησιμοποιείται από τον 12ο αιώνα και ύστερα κυρίως σε καθεδρικούς ναούς.
Σύγχρονες Μορφές τόξου.
Στα νεώτερα χρόνια δημιουργήθηκαν πιο γερές μορφές τόξων όπως τα παραβολικά και τα αλυσοειδή, που βασίζονται στις μαθηματικές καμπύλες της παραβολής και της αλυσοειδούς, αντιστοίχα.
Αλυσοειδές τόξο, άνοιγμα 2μ, υψος 2μ |
Θολωτή οροφή στο Deepanam School (Mirramukhi) άνοιγμα 10,35μ, υψος 2,25μ (Ινδία) |
Aρχιτεκτονικό τόξο
Το αρχιτεκτονικό τόξο αποτελεί μια σημαντικότατη εφεύρεση για την αρχιτεκτονική. Η χρήση του αποτέλεσε «αρχιτεκτονική επανάσταση» δίνοντας νέες δυνατότητες στην κατασκευή κτιρίων. Το αρχιτεκτονικό τόξο αποτέλεσε «επανάσταση» γιατί ξεπέρασε την ανάγκη της πυκνής τοποθέτησης υποστηριγμάτων και έδωσε τη δυνατότητα για στιβαρές κατασκευές με μεγάλα ανοίγματα.
Ένα πέτρινο τόξο έχει τους λίθους τοποθετημένους με τέτοιο τρόπο ώστε όλοι να δέχονται μόνο δυνάμεις συμπίεσης οπότε αποκτά πολύ μεγαλύτερη αντοχή (παρατηρήστε τη φωτογραφία όπου συνυπάρχει ένα κυκλικό τόξο με μια δοκό, η δοκός έχει υποστεί χαρακτηριστικό ρήγμα). Αρχιτεκτονικό τόξο ονομάζουμε οποιαδήποτε κατασκευή έχει ακριβώς αυτό το χαρακτηριστικό: να εξαλείφει τις δυνάμεις εφελκυσμού από τα δομικά στοιχεία του, δημιουργώντας μόνο δυνάμεις συμπίεσης. Ανάλογα με τον τρόπο κατασκευής μπορεί να δημιουργεί πλάγια συνιστώσα ώθησης, την οποία αναλαμβάνει η τοιχοποιία (εφόσον υπάρχει), μειώνοντας το φορτίο που μεταφέρεται κάθετα σε αυτήν. Συνήθως οι κατασκευές αυτές έχουν καμπύλο σχήμα, αλά αυτό δεν είναι καθολικό, μπορεί οι κατασκευές να έχουν τριγωνικό ή κωνοειδείς σχήμα οπως το εκφορικο σύστημα που συναντάμε στον προϊστορικό ελλαδικό χώρο. Επίσης ένας μονόλιθος που εχει κοπεί σε ημικυκλικό ή καμπύλο σχήμα δεν αποτελεί τοξωτή κατασκευή μιας και οι δυνάμεις εφελκυσμού συνεχίζουν να υφίστανται. Υπάρχουν μερικές τέτοιες περιπτώσεις κατασκευών σε αρχαία ελληνικά μνημεία. Δεν θα πρέπει να τις συγχέουμε με τοξότες κατασκευές.
Το κύριο μειονέκτημα του τόξου είναι ότι απαιτεί υψηλό επίπεδο τεχνογνωσίας οπότε είναι δύσκολη η κατασκευή του. Το εμπόδιο αυτό ξεπεράστηκε στην επόμενη «επανάσταση», αυτήν των υλικών όπως το οπλισμένο σκυρόδεμα, οι σιδερένιες δοκοί και το γυαλί, οπότε και επιστρέψαμε στην παλαιότερη τεχνική της δοκού επί στύλων χωρίς όμως την χρήση πυκνών υποστυλωμάτων.
Ρωμαϊκός πολιτισμός
Ο πρώτος πολιτισμός που έκανε συστηματική χρήση του τόξου ήταν οι Ρωμαίοι. Αν και χρησιμοποίησαν μόνο το κυκλικό τόξο, μια σύγκριση των ρωμαϊκών με τις ελληνικές κατασκευές (όπως θα δούμε παρακάτω γενικά οι Έλληνες δεν έκαναν χρήση τόξων) κάνει σαφή τη σημαντικότητα του τόξου στην αρχιτεκτονική. Τα ρωμαϊκά κτήρια είχαν πολύ μεγαλύτερα ανοίγματα, και ήταν εξαιρετικής αντοχής. Όπως και τα ελληνικά, πολλά είναι εκείνα που σώζονται μέχρι τις μέρες μας. Επίσης σώζονται πάρα πολλές ρωμαϊκές τοξωτές γέφυρες. Οι Ρωμαίοι έκαναν χρήση αλυσίδων από τόξα τα οποία στηρίζονται επάνω σε άλλες αλυσίδες από τόξα φτιάχνοντας αρκετά μεγάλες κατασκευές όπως το υδραγωγείο της Σεγόβια στην Ισπανία (1ος αιώνας μΧ περίπου) ή τo Κολοσσαίο στην Ιταλία (80 μΧ). Πολύ σημαντικό μνημείο είναι και το Πάνθεον στη Ρώμη, μια θολωτή κατασκευή με εσωτερικό κυκλικό ελεύθερο χώρο διαμέτρου 43 μέτρων (126 μΧ). Θα πρέπει ίσως να αναφέρουμε ότι οι Ρωμαίοι χρησιμοποίησαν και άλλα υλικά όπως το τούβλο σε συνδυασμό με κονιάματα, χωρίς όμως αυτό να επηρρεάζει σημαντικά την κατασκευαστική ανωτερότητα του τόξου.
Νεωτερα μνημεια
Μετά τον ρωμαϊκό πολιτισμό οι τοξωτές κατασκευές εξελιχθήκαν περαιτέρω και η χρήση τους γενικεύτηκε, δίνοντας την δυνατότητα για κτίρια με πολύ μεγάλα ανοίγματα, όπως πχ η Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη ή ο καθεδρικός ναός της Παναγίας των Παρισίων στο Παρίσι.
Η χρήση του τόξου στην αρχαία Ελλάδα
Η πιο παλιά χρήση εκφορικού συστήματος στον ελλαδικό χώρο έγινε πιθανώς από τον μινωικό πολιτισμό. Υπάρχουν αρχαιολογικές θέσεις στη Λεβήνα και στην Μεσσαρά της Κρήτης με θολωτούς τάφους που φαίνεται να έχουν χτιστεί με το εκφορικό σύστημα, αν και οι στέγες τους έχουν καταρρεύσει. Συμπεραίνουμε ότι έχουν γίνει με το εκφορικό σύστημα από τον τρόπο κατάρρευσης της στέγης, αλλά και λόγω της κλίσης που έχει η σωζόμενη τοιχοποιία προς το εσωτερικό (Σ. Αλεξίου, «Μινωικός πολιτισμός») .
Ο μυκηναϊκός πολιτισμός έκανε εκτεταμένη χρήση του εκφορικού τόξου σε κτίρια(ίσως η σχέση που υπήρξε μεταξύ μυκηναϊκού και μινωικού πολιτισμού να διαδραμάτισε κάποιον ρόλο). Πολλά από τα κτίρια αυτά έχουν επιζήσει ως σήμερα.
Mυκηναϊκή γέφυρα της Καζάρμας.
Σημαντικό δείγμα αποτελεί η γέφυρα του Αρκαδικού, γνωστή και ως γέφυρα της Καζάρμας, που βρίσκεται κοντά στο χωριό Αρκαδικό στην Αργολίδα. Θεωρείται η αρχαιότερη διατηρημένη τοξωτή γέφυρα (εκφορικό τόξο) της Ευρώπης και η αρχαιότερη γέφυρα που παραμένει μέχρι σήμερα σε χρήση. Έχει μήκος 22 μέτρα, πλάτος 5,5 μέτρα και ύψος 4 μέτρα. Το πλάτος του δρόμου που περνάει από πάνω είναι 2,5 μέτρα και το άνοιγμα του τόξου είναι 1 μέτρο. Πιθανότατα είναι η παλαιότερη γνωστή γέφυρα με τόξο, η οποία χτίστηκε περίπου το 1300 πΧ. Γενικότερα, γύρω από την ακρόπολη των Μυκηνών, την πεδιάδα της Ναυπλίας και το Θριάσιο πεδίο, υπάρχουν λείψανα από περίπου 20 γέφυρες.
Θησαυρός του Ατρέα
Άλλο σημαντικό μνημείο είναι ο Θησαυρός του Ατρέα (1350-1250 πΧ), ένα δωμάτιο με ύψος 13 μέτρα, το οποίο έχει χτιστεί με το εκφορικό σύστημα. Χαρακτηριστικό εκφορικό τόξο (τριγωνικού σχήματός) αποτελεί και το άνοιγμα πάνω από την κεντρική είσοδο του μνημείου .
Θολωτοί Τάφοι
Υπάρχει μια πληθώρα θέσεων θολωτών τάφων της μυκηναϊκής περιόδου, όλοι τους κτισμένοι με το εκφορικό σύστημα. Οι τάφοι συναντώνται σε διάφορα σημεία της Ελλάδος όπως στις Μυκήνες, τη Βοιωτία, τη Θεσσαλία, την Ήπειρο, την Αττική, μερικά νησιά των Κυκλάδων, τα Επτάνησα και τη Ρόδο. Μερικοί από αυτούς χρησιμοποιήθηκαν ως τάφοι, ως λατρευτικοί τόποι (Μεσσηνία) ή μετατράπηκαν σε οικίες (Τραγανάς) μέχρι και τους ελληνιστικούς χρόνους. Λόγο του εκφορικου συστήματος οι τάφοι ήταν είτε εντελώς κωνικοί (Αχαρνών) είτε σχεδόν κωνικοί, Σε πολες περιπτώσεις η κλείδα των θόλων είχε αφαιρεθεί για την δημιουργία καπνοδόχου από κάποιους που τους χρησιμοποίησαν σαν καταφύγιό.
Ελληνιστική περίοδος
Τα επόμενα δείγματα χρήσης τόξου στην Ελλάδα έρχονται πολύ αργότερα, κατά την ελληνιστική περίοδο. Παρακάτω παρουσιάζονται τα πιο σημαντικά ευρήματα.
Γέφυρα Ελεύθερνας
Από τα πιο παλιά τεκμήρια είναι η Γέφυρα της Ελεύθερνας στο Ρέθυμνο της Κρήτης που στηρίζεται σε τριγωνικής μορφής εκφορικό τόξο. Αν και η χρονολόγηση του μνημείου παραμένει ανοικτή, κατά πάσα πιθανότητα τοποθετείται στο πρώτο μισό του 4ου αιώνα.
Θολωτός αποχετευτικός αγωγός στην Ερέτρια
Στον αρχαιολογικό χώρο της Ερέτριας υπάρχει ένας θολωτός αποχετευτικός αγωγός μήκους 28 μέτρων, δείγμα μεικτής κατασκευής με παράλληλη χρήση εκφορικού και κυκλικού θόλου (κύλινδρος). Η κατασκευή αυτή έχει πιθανή ημερομηνία χρονολόγησης το τέλος του 4ου αιώνα.
Σχετικά με τον αγωγό στην Ρόδο και το Πρόπυλο του Πτολεμαίου στην Σαμοθράκη
η Π. Μπούγια γράφει: «Το λίθινο κάλυμμα κτιστού αγωγού στην πόλη της Ρόδου, ο οποίος κατασκευάστηκε μετά από τη φοβερή πλημμύρα του 316 πΧ και μια σύνθετη «γεφυροειδής» κατασκευή στη βάση του πρόπυλου του Πτολεμαίου Β στη Σαμοθράκη (285-280 πΧ) αποδεικνύουν ότι η ημικυκλική, κλειδωτή τοξοδομία τέθηκε στην υπηρεσία της ελληνικής γεφυροποιίας. Η τρίκεντρη καμάρα της Ρόδου, μήκους 8μ. και πλάτους 2.80μ, είναι σφηνωμένη στο χείλος των τοιχωμάτων, τα οποία απορροφούν τις πλάγιες ωθήσεις από τους θολίτες λίθους. Η δίοδος στο παχύτατο πόδιο του Πρόπυλου είναι ένα τέλεια αναπτυγμένο κλειδωτό τόξο, 15.50μ μήκους και 1.90μ πλάτους. Προορισμένη για την παροχέτευση του σκόπιμα μετατοπισθέντος ρεύματος, είναι μορφολογικά συγγενής προς τις φραγματοειδείς προϊστορικές οδογέφυρες με τα μικρά ανοίγματα για τη ροή του νερού. Οι δυο αυτές κατασκευές μαρτυρούν την αυτοπεποίθηση των Ελλήνων αρχιτεκτόνων για υπόγειες ή κρύπτες ημικυκλικές τοξωτές γέφυρες.»
Γέφυρα και θολωτός αγωγός στη Ρόδο
Πολύ σημαντικό εύρημα αποτελεί η τρίκεντρη γέφυρα της Ρόδου που κατασκευάστηκε μάλλον μετά από μια πλημμύρα το 316 πΧ. Η γέφυρα αυτή στηρίζεται σε κυκλικό θόλο (κύλινδρος) .
Πρόπυλο του Πτολεμαίου Β' στην Σαμοθράκη
Κάτω από το Πρόπυλο του Πτολεμαίου Β (285-280πΧ) υπάρχει θολωτός οχετός μήκους 15 μέτρων και πλάτους 1,9 μέτρων διατομής κυκλικής (κύλινδρος).
Η «κρύπτη» της Ολυμπίας.
Στην αρχαία Ολυμπία κατά την ελληνιστική περίοδο (ύστερος 3ος αιώνας πΧ) το στάδιο συνδέθηκε στη βορειοδυτική γωνία του με το Ιερό, με ένα στενό τοξωτό (κυκλικό τόξο, κύλινδρος) διάδρομο, την Κρύπτη. Ο διάδρομος αυτός είχε μήκος 32 μέτρα περίπου, πλάτος 3,70μ και ύψος 4,45μ. Ένα μικρό κομμάτι του σώζεται ως σήμερα.
Δράκανο Ικαρία
Σημαντικό μνημείο αποτελεί και ο πύργος Δράκανο στο ανατολικό άκρο της Ικαρίας, ο πύργος έχει δυο τοξωτά ανοίγματα (ημικυκλικά τόξα). Η κατασκευή του έγινε πιθανότατα στην αρχή της Ελληνιστικής περιόδου (350 πΧ περίπου).
Πυργος Αγιου Πέτρου
Ο πύργος του Αγίου Πέτρου στην Άνδρο, ελληνιστικής περιόδου (4ος-3ος αιώνας π.Χ.) είναι από τους καλύτερα σωζόμενους των Κυκλάδων. Είναι κυλινδρικός και σώζεται σε ύψος περίπου 20 μ. Η διάμετρος της βάσης του είναι 9,40 μ. και είναι κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από ντόπιο σχιστόλιθο. Στο εσωτερικό του διασώζεται ελικοειδής κλίμακα που οδηγούσε σε πέντε τουλάχιστον ορόφους. Στο ισόγειο του πύργου διασώζεται τμήμα θόλου, κατασκευασμένου με εκφορικό σύστημα. Η πόρτα και τα παράθυρα του πύργου είναι κατασκευασμένα με την κλασσική μέθοδο δοκού επί στύλων.
Θολωτός τάφος του Φιλίππου Β' στην Βεργίνα.
Ο τάφος του βασιλιά Φιλίππου του Β´ (382–336 πX) αποτελεί άλλο ένα δείγμα χρήσης του κυκλικού τόξου (κύλινδρος) σε υπόγειες κατασκευές.
Αλλα δείγματα τοξωτών κατασκευών στην Ελλάδα
Υπάρχουν και άλλα δείγματα τοξωτών κατασκευών στην Ελλάδα. Θα περιοριστούμε σε μερικά μόνο ονομαστικά: είσοδος στο θέατρο Σικυώνας, καμαροσκεπής διάβαση στην Αμφίπολη, Νεκρομαντείο Εφύρας στον Αχέροντα. Όλα ελληνιστικών ή νεώτερων χρόνων. Ιδιαίτερο Ενδιαφέρον παρουσιάζουν μερικές πύλες στην περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας (Παλαιομάνινα, Πλευρωνα,Παλαιρος,Οινιαδες). Ακριβής χρονολόγηση δεν έχει γίνει, από όσο γνωρίζω φαίνεται να είναι Ελληνιστικής περιόδου. Κάποιες απο αυτές τις πύλες αποτελούνται απο ενα ή δυο κομμάτια λίθων κομμένα σε ημικυκλική μορφή, οπότε δύσκολα μπορούμε να τις κατατάξουμε στην κατηγορία εκφορικου τόξου. Μια πύλη στις Οινιάδες αποτελεί κανονική τοξωτή κατασκευή.
Δρακόσπιτα Εύβοιας
Δείγματα κατασκευών με εκφορικές στέγες συναντάμε και στα Δρακόσπιτα που βρίσκονται διάσπαρτα στη νότια Εύβοια (Στύρα, Κάρυστος, κορυφή της Όχης και γύρω περιοχές). Τα Δρακόσπιτα είναι λίθινες μνημειακές κατασκευές, τετράγωνης ή κυρίως ορθογώνιας κάτοψης. Είναι κατασκευασμένα από μακρόστενους και σχετικά μεγάλους λίθους, που είναι τοποθετημένοι ο ένας πάνω στον άλλο χωρίς συνδετικά κονιάματα και συγκρατούνται από το μεγάλο βάρος τους. Διαθέτουν στέγες κατασκευασμένες με εκφορικό σύστημα: μεγάλες βαριές πλάκες σχιστόλιθου συγκλίνουν σε στρώσεις από δύο αντικρινούς τοίχους. Η κάθε στρώση πλακών εξέχει λίγο περισσότερο από την αμέσως κατώτερή της, έτσι ώστε να επιτευχθεί η δημιουργία μίας πυραμιδωτής στέγης. Σε ορισμένα σώζονται πόρτες και παράθυρα, κατασκευασμένα με την κλασσική μέθοδο δοκού επί στύλων.
Έχει διατυπωθεί πλήθος θεωριών για τη χρήση, το σκοπό, την κατασκευή και τη χρονολόγηση των Δρακόσπιτων. Φαίνεται να έχουν κατασκευαστεί σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Τα πιο σύγχρονα είναι πιθανόν κατασκευασμένα την ύστερη ελληνιστική ή πρώιμη ρωμαϊκή περίοδο. Τα παλιότερα μνημεία, σύμφωνα με θεωρίες που έχουν διατυπωθεί μπορεί να κατασκευάστηκαν από τον 3ο έως και τον 6ο π.Χ. αιώνα. Η χρονολόγησή τους παραμένει προβληματική λόγω έλλειψης στοιχείων.
Η Θόλος
Ένα κτίριο το οποίο δεν αποτελεί τοξωτή κατασκευή, αλλά λόγω ονόματος γίνεται παρανόηση είναι η Θόλος. Τέτοια κτίρια υπάρχουν στην Ολυμπία, στους Δελφούς, στην Αθήνα, στη Δήλο και στην Επίδαυρο. Τα κτίρια αυτά είναι κυκλικής κάτοψης, και είχαν κωνική στέγη (κάποια ενδεχομένως δεν είχαν καθόλου στέγη). Oι στέγες δεν σώζονται αλλά από τα ερείπια και αναφορές σε αυτά είναι κοινώς αποδεκτό ότι επρόκειτο για κωνικές στέγες. Στο λεξικό Liddel-Scott στο λήμμα «η Θόλος» αναφέρεται: «round building with conical roof, rotunda», αντίστοιχα στο λεξικό Δημητράκη αναφέρει «κυκλοτερές οικοδόμημα μετά κωνικής στέγης».
Συμπεράσματα
Θόλος, Ψαλίς, καμάρωμα
Δεν γνωρίζω πότε δημιουργήθηκε ή λέξη «ο Θόλος». Υποθέτω ότι προσαρμόστηκε η παλιότερη λέξη στην καινούρια τεχνική όταν αυτή εμφανίστηκε στην Ελλάδα.
Όσο αφορά τους Θολωτούς τάφους και το πώς τους αποκαλούσαν στην αρχαία Ελλάδα υπάρχει ένα σχετικό απόσπασμα από τον Πλάτωνα (428-348) όπου περιγράφει ένα τέτοιο τάφο, Πλάτωνας Νόμοι 947d 947e1. Δεν γνωρίζω αρχαία Ελληνικά, με βάση τις γνώσεις νέων Ελληνικών βλέπω ότι η πιο σχετική λέξη στο κείμενο είναι η λέξη «ψαλίδα» που περιγράφει μάλλον το εσωτερικό τμήμα της κατασκευής.
Η λέξη «ψαλίδα» σύμφωνα με το Βικιλεξικό είναι η αιτιατική της λέξης «ψαλίς» και σημαίνει είτε ψαλίδι είτε χαμηλό οικοδόμημα με οξυγώνια στέγη. Στο Liddel-Scot βρήκα παρόμοιες λέξεις οπως το «ψαλιδοειδής»,«ψαλιδωτός» που γενικά της μεταφράζει ως τοξωτές (υποθέτω ότι εννοεί το σχήμα), την λέξη «ψαλίδωμα» την μεταφράζει ως τάφος, και την λέξη «ψαλίδιον» ως ψαλίδι. Κοιτώντας τα κείμενα που βρέθηκε η λέξη «ψαλίς» βρήκα τα εξής: υπάρχουν συνολικά 10 κείμενα, τα σχετικά με την αρχιτεκτονική είναι περίπου τα μισά, τα υπόλοιπα αφορούν την χρήση της λέξης ως ψαλίδι (την εποχή εκείνη τα ψαλίδια είχαν τον σύνδεσμο στην άκρη, το σταυρωτό ψαλίδι είναι ρωμαϊκή εφευρεση). Από όσα μπόρεσα να καταλάβω, κάποια από αυτά περιγράφουν κατασκευές έκτος ελλαδικού χώρου, και γενικά οι συγγράφεις με εξαίρεση τον Πλάτωνα είχαν ζήσει σε ρωμαϊκά χρόνια.
Επίσης σε ένα κείμενο του Στράβωνα (63πΧ-23μΧ) «Γεωγραφία» που περιγράφει μια κατασκευή στην Βαβυλώνα εκτός από την λεξη «ψαλίς» εμφανίζεται και η λέξη «καμάρωμα». Αυτή είναι και η μοναδική φορά που εμφανίζεται (ηδη βρισκόμαστε στην ρωμαϊκή περίοδο).
Το γεγονός οτι η λέξη «Ψαλίς» περιγράφει το σχήμα που είχαν οι θολωτοί τάφοι (με βάση το απόσπασμα του Πλάτωνα) θεωρώ οτι δεν αρκεί ως στοιχείο για την υπόθεση ότι οι αρχαίοι Έλληνες γνώριζαν τα χαρακτηριστικά και τις ιδιότητες του εκφορικού συστήματος κατά την κλασσική περίοδο. Είναι αναμενόμενο να υπάρχει μια λέξη που περιγράφει το σχήμα αυτών των υπαρκτών κατασκευών, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει οτι οι ομιλητές κατανοούσαν και τις ιδιότητές τους.
Τοποθετώντας τα ευρήματα σε χρονολογική σειρά μπορούμε να παρατηρήσουμε τα εξής:
Κατά τα προϊστορικά χρόνια ο Μινωικός και Μυκηναϊκός Πολιτισμός3 (πριν το 1000 πΧ) είχαν αναπτύξει την χρήση του εκφορικού τόξου σε θολωτές κατασκευές και σε γέφυρες. Κατά την Γεωμετρική περίοδο (Σκοτεινοί αιώνες) 1100-800 πΧ, την αρχαϊκή περίοδο (800-500 πΧ) και την κλασσική περίοδο (500- 323 πΧ) δεν υπάρχουν ενδείξεις ανέγερσης κατασκευών με τόξα ή θόλους (με πιθανή εξαίρεση τις εκφορικές στέγες των Δρακόσπιτων).
Βέβαια σε όλη αυτή την περίοδο γινόταν χρήση κατασκευών που είχαν ήδη χτιστεί κατά την μυκηναϊκή περίοδο όπως οι Θολωτοί τάφοι (με τις αλλαγές χρήσης που προαναφέραμε) και τα γεφύρια στην Αργολίδα. Όλες αυτές οι κατασκευές είχαν γίνει με το εκφορικό σύστημα. Είναι αξιοπερίεργο το γεγονός ότι όχι μόνο δεν εξελίχθηκε το εκφορικό συστημα κατά τις νεώτερες ιστορικές περιόδους της Ελλάδας, περίπου 600 χρόνια, αλλά μοιάζει να έπεσε σε αχρηστία , μέχρι την ελληνιστική εποχή όπου επανήλθε σε χρήση μαζί και με την σύγχρονη για την εποχή μέθοδο του κυκλικού τόξου.
Η Π. Μπούγια γράφει: «Οι γέφυρες στο Αρκαδικό και στο Θριάσιο πεδίο είναι τα αρχαιότερα λίθινα ζεύγματα, στα οποία έχει διαπιστωθεί η χρήση της οργανικής κλείδας. Αυτή η ανακάλυψη δεν προάχθηκε. Οι τεράστιες δυνατότητες αυτού του τρόπου κάλυψης είτε δεν εκτιμήθηκαν επαρκώς είτε τα μεγάλα ανοίγματα κρίθηκαν ασύμβατα με τη μυκηναϊκή αντίληψη περί αντοχής, εγγύηση της οποίας θεωρήθηκε η κυκλώπεια τοιχοδομία με την εμμονή της στον όγκο και το βάρος. Έτσι προκύπτει οτι η κατασκευή γεφυρών με εκφορικά τόξα και κορυφαίο σφηνόλιθο ηταν ενα δειλό εγχείρημα, περιορισμένο τοπικά και χρονικά και οτι λησμονήθηκε κατά τους ιστορικούς χρόνους.»
Χρήση κυκλικού τόξου σε διάφορες περιοχές εκτός ελλαδικού χώρου γινόταν και πιο παλιά και συγχρόνως με την χρήση στον ελλαδικό χώρο. Για παράδειγμα, την ιδια περίπου περίοδο που χτίστηκαν οι μακεδονικοί τάφοι με την κυκλικού τόξου διατομή (κύλινδρος), χτίζονταν αντίστοιχες κατασκευές στην σημερινή Βουλγαρία απο τους Θράκες, όπως θρακικός τάφος στο Sveshtari (3ος αιώνας πΧ). Επίσης υπάρχουν δείγματα θολωτών κατασκευών στην Αίγυπτο, όπως ημικυκλικοί θόλοι κοντά στον ταφικό ναό του Ραμσή Β' (1250 πΧ). Στην Βαβυλώνα, Πύλη της Ιστάρ (7-6 αιωνας πΧ). Στο Ισραήλ, η πύλη στο Canaanite (1800 πΧ).
Το γεγονός του παγώματος της χρήσης του εκφορικού συστήματος στον ελλαδικό χώρο είναι πολύ δύσκολο να εξηγηθεί. Πάντα υπάρχει η περίπτωση η αρχαιολογική σκαπάνη να φέρει στο φως νέα τεκμήρια που να ανατρέψουν τα μέχρι στιγμής δεδομένα, αν και αυτό είναι κάπως δύσκολο να συμβεί, δεδομένης της αντοχής αυτών των κατασκευών και τις πλειάδας των παλιότερων αντιστοίχων κατασκευών που σώζονται. Προς το παρόν τα δεδομένα δείχνουν ενα πάγωμα της χρήσης του εκφορικού συστήματος για 600 χρόνια περίπου. Κάτι παρόμοιο συνέβη και με την μέθοδο γραφής Γραμμική Β με την πτώση του Μυκηναϊκού πολιτισμού και την πάροδο των Σκοτεινών χρόνων (Γεωμετρική περίοδος). Μαζί με τον Μυκηναϊκό πολιτισμό χάθηκε και η Γραμμική Β και ο ελλαδικός χώρος ξαναβυθίστηκε στην προϊστορία.
Η ταυτόχρονη παρουσία και χρήση των παλιότερων κατασκευών με εκφορικό σύστημα κάνει το πράγματα ακόμα πιο περίπλοκα. Μιας και ο κύριος αντιπρόσωπος του εκφορικού συστήματος είναι οι θολωτοί τάφοι (οι γέφυρες είχαν πολύ μικρό άνοιγμα για να είναι αξιοπρόσεκτες), ίσως να υπήρξε κάποιος αρνητικός συσχετισμός του συστήματος με αυτα τα ταφικά μνημεία. Η αλλαγή των ταφικών συνηθειών σε συνδυασμό με την τελειοποίηση και τις επιτυχίες του συστήματος δοκού επί στύλων ίσως να αποτέλεσαν αρνητικό παράγοντα στην εξέλιξη του εκφορικού συστήματος.
Σχετικά με την Βιβλιογραφία γύρω από την χρήση τοξωτών κατασκευών στην Αρχαία Ελλάδα
Συνοψίζοντάς τα μέχρι εδώ συμπεράσματά μου, το πιθανότερo ενδεχόμενο σχετικά με τη χρήση τοξωτών κατασκευών στον ελλαδικό χώρο, είναι ότι τεχνικές κατασκευής με πρώιμες μορφές τόξων (εκφορικό σύστημα) υπάρχουν στον Ελλαδικό χώρο από αρκετά παλιά (πριν το 1200 πΧ), στην συνέχεια αυτές εγκαταλείφθηκαν, και επανήλθαν στο προσκήνιο στους ελληνιστικούς χρόνους (μετά απο περίπου 600 χρονια), με χρήση πλέον και του κυκλικού τόξου, το οποίο το πιθανότερο είναι οτι αποτέλεσε μια εισαγόμενη από την ανατολή τεχνολογία, η οποία πέρασε μετά και στον ρωμαϊκό πολιτισμό.
Αυτό είναι το συμπέρασμα που κατέληξα μετά από αρκετό ψάξιμο, χωρίς όμως να αποκλείω την πιθανότητα λάθους, λόγω άγνοιας κομματιών της σχετικής βιβλιογραφίας. Γενικά είναι προβληματικό το γεγονός ότι δεν βρήκα στην ελληνική βιβλιογραφία γενικές τοποθετήσεις γύρω απο τη χρήση του τόξου στην αρχαία Ελλάδα, είτε κοντά στα δικά μου συμπεράσματα, είται προς αντίθετες κατευθύνσεις (πχ ότι υπάρχει μια ιστορική συνέχεια στην κατασκευή τοξοτών κατασκευών, οπότε το κυκλικό τόξο στον ελλαδικό χώρο μπορεί να αποτελεί μια εξέλιξη του εκφορικού συστήματος). Στην ξενόγλωσση βιβλιογραφία, παρότι την έχω ψάξει λίγο, συνάντησα πιο κοντινές στα δικά μου συμπεράσματα απόψεις. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι δεν έχουν καταλήξει και πολλοί άλλοι σε αντίστοιχα συμπεράσματα με εμένα, απλά σημαίνει ότι αυτά τα συμπεράσματα δεν είναι δημοσιευμένα αρκετά, ώστε να είναι προσβάσιμα.
Πιστεύω ότι ο πιο πιθανός λόγος για την έλλειψη ολοκληρωμένων τοποθετήσεων γύρω απο το θέμα έχει να κάνει με μια, τρόπον τινά, σίγη ιχθύος γύρω απο θέματα που δεν αναδεικνύουν την αρχαιοελληνική μεγαλοπρέπεια (παρόλο που είναι αδιαμφισβήτητη). Ακούγεται κάπως περίεργο, ένας πολιτισμός που ανέπτυξε στο έπακρο τη μέθοδο δοκού επί στύλων, δίνοντας μοναδικά μνημεία όπως η ακρόπολη των Αθηνών ενώ ταυτόχρονα ανέπτυξε όσο κανείς άλλος τα μαθηματικά στην εποχή του (θέτοντας τα θεμέλια για τα σύγχρονα μαθηματικά), μολονότι γνώριζε ήδη το εκφορικό σύστημα δεν το εξέλιξε στο επόμενο βήμα, αυτό του κυκλικού τόξου.
Στο μεγαλύτερο μέρος της βιβλιογραφίας αναφορικά με τα τόξα γίνεται λόγος για το ότι ο ρωμαϊκός πολιτισμός (χωρίς αμφιβολία αυτός που χρησιμοποιήσε κατά κόρον και εξέλιξε τη χρήση του κυκλικού τόξου), το παρέλαβε απο τους Ετρούσκους και τους Έλληνες. Επίσης γίνεται λόγος για την περιορισμένη χρήση τόξου στον ελλαδικό χώρο, κατά κύριο λόγο σε υπόγειες κατασκευές, συνήθως χωρίς διευκρινήσεις για το αν είναι κυκλικό ή εκφορικό. Αυτά είναι όλα σωστά, Αλλά δεν αναφέρεται (εκ προθέσεως; ή λόγω άγνοιάς;) ότι η χρήση των τόξων γινόταν μόνο στην ελληνιστική εποχή, αφήνοντας να εννοηθεί ότι τοξωτές κατασκευές υπήρχαν και στην κλασσική περίοδο.
Επίσης, λόγω της σημασίας τον τοξωτών κατασκευών στην εξέλιξη της αρχιτεκτονικής, είναι λυπηρό ότι υπάρχει μεγάλη άγνοια επί του θέματος, ακόμη και απο άτομα που ασχολούνται με την αρχαιολογία (επαγγελματικά ή ερασιτεχνικά). Έτσι αγνοούμε ότι πρακτικά ο πιο απλός τρόπος να διακρίνει κανείς αν ένα αρχαίο μνημείο είναι ρωμαϊκό ή κλασσικό ελληνικό είναι να εντοπίσει τη χρήση ή τη μη χρήση τόξου. Ο κανόνας ισχύει και για τα ελληνιστικά μνημεία, όπου ναι μεν γινόταν χρήση τόξων, αλλά πολύ περιορισμένη.
Επίσης είναι λυπηρό ότι αρκετός κόσμος που γνωρίζει τις αρχαίες Θόλους, συγχέει την λέξη «ο Θόλος» με την λέξη «η Θόλος» και θεωρεί οτι οι αρχαίες Θόλοι είχαν θολωτές οροφές (με τη σύγχρονη έννοια).
Τέλος θα κάνω έναν παραλληλισμό: είναι γνωστό οτι οι Ίνκας δεν είχαν ανακαλύψει τον τροχό, στη βιβλιογραφία συχνά αναφέρεται αυτό το γεγονός (πχ στη σελίδα περί αρχιτεκτονικής των Ινκας στο wikipedia αναφέρεται δυο φορές). Αντίστοιχα θα έπρεπε και στα άρθρα περί αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής κλασσικής περιόδου να αναφέρεται οτι δεν γίνεται χρήση τόξων.
Υποσημειώσεις
- Εφελκυσμός: Εντατική κατάσταση ενός στερεού σώματος, κατά τον εφελκυσμό δύο αντίθετης φοράς δυνάμεις ασκούνται στο σώμα, οι οποίες τείνουν να το επιμηκύνουν.
- Σχετικά με τον πολύ μικρό αριθμό απο αρχαίες γέφυρες κλασσικών χρόνων που έχουν διασωθεί ερείπια (σε αντίθεση με τις ρωμαικές που υπάρχουν πολυ περισσότερες), υπάρχει η υπόθεση οτι πολλές γέφυρες ήταν ξύλινες οπότε καταστράφηκαν ολοσχερώς. Αυτό στηρίζεται στο γεγονός οτι απο τα λιγοστά ερείπια που έχουν διασωθεί αφορούν κυρίως θεμελιώσεις που στηρίζανε ξύλινες γέφυρες. Οι υπόλοιπες για τις οποίες εχουμε περισσότερα στοιχεία ήταν κατασκευασμένες με την μέθοδο δοκού επι στύλων οπότε είναι και αναμενόμενο να έχουν καταρρεύσει.
- ο Μυκηναϊκός πολιτισμός είχε αναπτύξει γραφή (Γραμμική Β) οπότε τεχνικά δεν συγκαταλέγεται στην προϊστορική περίοδο.
Πληροφορίες αρθρού
Βιβλιογραφία
Η λίστα είναι ημιτελής θα συμπληρωθεί εν καιρώ.
- Αλεξίου, Στυλιανός, Μινωικός πολιτισμός
- Susan E ALCOCK, Αρχαιολογίες του ελληνικού παρελθόντος
- Μακρής, Γιώργος, Οι γέφυρες στην αρχαία Ελλάδα
- Μπούγια, Πολυξένη, «Πέτρινα γεφύρια» ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ ενθετο εφημ. Καθημερινή Αθηνα 13/2/2000
- Η αρχαιολογική σκαπάνη στην Ικαρία 2010
Φωτογραφικό υλικό
Και η λίστα με το φωτογραφικό υλικό είναι ημιτελής, προσεχώς θα ανεβάσω επιπλέον υλικό.
Revisions
- 14/6/2012
- 27/10/2012 (Δρακόσπιτα, Πυργος Αγιου Πέτρου)
Βιβλιογραφική εμφάνιση
να κατεβάσετε το άρθρο για χρήση offline